(Το παρακάτω ενημερωτικό σημείωμα/γνωμοδότηση συνεγράφη μετά από ερώτημα συνδικαλιστών ΕΛΜΕ για τις έννομες συνέπειες από την συμμετοχή σε μία απεργία, εν όψει των κινητοποιήσεων τους και της τρομοκρατίας από κυβέρνηση και διευθυντές. Ο διαμοιρασμός του μπορεί να συνεισφέρει στην καλύτερη ενημέρωση των υπαλλήλων για τα νόμιμα δικαιώματα τους, από το Σύνταγμα και την ειδική νομοθεσία περί απεργιών).
Ι. Πότε είναι νόμιμη η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων;
Το Σύνταγμα, στο άρθρο 23 παρ. 2, κατοχυρώνει το δικαίωμα απεργίας για τους δημοσίους υπαλλήλους, υπαλλήλους ΟΤΑ και ΝΠΔΔ. Λόγω της φύσεως των υπηρεσιών των δημοσίων υπαλλήλων και ενόψει της ανάγκης αδιάκοπης λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, το Σύνταγμα παραπέμπει στο σχετικό νόμο για την πρόβλεψη περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φτάνουν ως την κατάργηση του δικαιώματος απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του. Οι όποιοι περιορισμοί, άλλωστε, πρέπει να σέβονται έναν απρόσβλητο πυρήνα του δικαιώματος[i].
Οι περιορισμοί αυτοί περιγράφονται στο άρθρο 30 του νόμου 1264/1982, το οποίο παραπέμπει στους περιορισμούς του άρθρου 19 παρ. 2 του ίδιου νόμου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω άρθρων, προκύπτουν οι εξής προϋποθέσεις/περιορισμοί στην νόμιμη άσκηση του δικαιώματος απεργίας από τους δημοσίους υπαλλήλους:
Για να είναι νόμιμη μία απεργία δημοσίων υπαλλήλων, πρέπει:
α) Να κηρυχθεί από την αρμόδια δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (άρθρο 30 παρ. 8β του ν. 1264/1982),
β) η απεργία δεν μπορεί να κηρυχθεί αν δεν περάσουν τέσσερις πλήρεις ημέρες από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν, με έγγραφο που κοινοποιείται στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως, στο Υπουργείο Οικονομικών, στο Υπουργείο που υπάγονται οι υπάλληλοι αυτοί, καθώς επίσης και στις διοικήσεις των φορέων που εποπτεύονται απ` αυτό, όταν πρόκειται για απεργία υπαλλήλων τους, ειδάλλως η μη τήρηση των ως άνω διατάξεων οδηγεί στο παράνομο χαρακτήρα της απεργίας[ii], (άρθρο 30 παρ. 8α ν. 1264/1982),
γ) κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων πρέπει να διαθέτει όσο προσωπικό ασφαλείας είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (άρθρο 19 παρ. 2 ν. 1264/1982, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά)[iii].
Αν δεν τηρηθούν οι ανωτέρω τυπικές προϋποθέσεις, η απεργία είναι παράνομη.
Παράλληλα με τις διαδικαστικές/τυπικές προϋποθέσεις, υφίστανται και οι περιορισμοί όσον αφορά τον σκοπό της απεργίας και τα αιτήματα των απεργών. Όπως περιγράφει το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1264/1982, η απεργία είναι μέσο διαφύλαξης εργασιακών, οικονομικών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων και μέσο εκδήλωσης αλληλεγγύης. Η αμιγώς πολιτική απεργία απαγορεύεται, όπως και αυτή που εκφεύγει αυτών των νομοθετικών πλαισίων .
Τέλος, μία απεργία μπορεί να κριθεί καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ, όταν υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού. Ειδικά στους υπαλλήλους των δημόσιων υπηρεσιών, αυτή η «ασφαλιστική δικλείδα» είναι ιδιαίτερα επιβαρρυντική, καθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλούν δυσανάλογη βλάβη στην δημόσια ζωή για την επιδίωξη σκοπών δυσχερώς πραγματοποιήσιμων. Όμως, στοιχείο της άσκησης του δικαιώματος απεργίας αποτελεί η πρόκληση βλάβης, τόσο στο άλλο μέρος όσο και στο κοινωνικό σύνολο[iv]. Γι’αυτό το λόγο, άλλωστε, ο νομοθέτης καθιέρωσε και υποχρέωση παροχής προσωπικού ασφαλείας και μεγάλου χρονικού διαστήματος προειδοποίησης.
ΙΙ. Τι συμβαίνει όταν η απεργία των ΔΥ είναι παράνομη;
Ενόψει όλων των ανωτέρω, είναι πολύ συχνό φαινόμενο μία απεργία να κηρυχθεί παράνομη ή καταχρηστική. Κατά κοινή ομολογία, η απεργία αποτελεί το πιο κακοποιημένο δικαίωμα. Έτσι, είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο απεργός και η συνδικαλιστική οργάνωση τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση.
Α. Πότε αρχίζουν οι έννομες συνέπειες μίας παράνομης απεργίας;
Η απεργία, σύμφωνα με την κρατούσα στην θεωρία γνώμη, καλύπτεται από ένα τεκμήριο νομιμότητας. Δηλαδή, μέχρι να κηρυχθεί παράνομη τελεσιδίκως από το αρμόδιο δικαστήριο, και εφόσον έχουν τηρηθεί οι τυπικές προϋποθέσεις (κήρυξη από αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση, τήρηση προθεσμίας, νόμιμα αιτήματα), κάθε απεργία τεκμαίρεται νόμιμη[v], ως προς τις συνέπειες προς τους απεργούς. Δεν επιτρέπεται η απαγόρευση της απεργίας με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 22 παρ. 3 ν. 1264/1982).
Φορέας του απεργιακού δικαιώματος είναι καταρχήν η συνδικαλιστική οργάνωση, ενώ ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα συμμετοχής στην απεργία της συνδικαλιστικής του οργάνωσης, της οποίας τις αποφάσεις εμπιστεύεται.
Όταν, λοιπόν, η συνδικαλιστική οργάνωση κηρύσσει απεργία, τηρώντας όλες τις εξωτερικές/τυπικές προϋποθέσεις, δεν είναι δουλειά του εργαζομένου να διαγνώσει την νομιμότητα της απεργίας, αλλά του δικαστή. Επομένως, η συμμετοχή του σε μία ενδεχομένως παράνομη απεργία, μέχρι να κηρυχθεί τέτοια απο δικαστική απόφαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυθαίρετη ή αδικαιολόγητη απουσία από την υπηρεσία, με εργασιακές ή πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις.
Έτσι, η αποχή του υπαλλήλου από την εργασία του θεωρείται νόμιμη, εως ότου ανατραπεί η απεργία με δικαστική απόφαση. Δεν μπορούν να υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες στον εργαζόμενο, προτού επισυμβεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης επί της παρανομίας της απεργίας.
Ο εκάστοτε εργαζόμενος διατηρεί κατά αυτό το διάστημα την ένσταση ότι τελεί σε συγγνωστή νομική πλάνη, η οποία αίρει την υπαιτιότητα της συμμετοχής του σε παράνομη απεργία και τον απαλλάσσει από δυσμενείς συνέπειες κατά την διάρκεια της και μέχρι να κυρηχθεί τελεσιδίκως παράνομη[vi].
Β. Η προστασία του υπαλλήλου απεργού
- Εφόσον, λοιπόν, ο απεργός τελεί σε συγγνωστή νομική πλάνη, αίρεται η υπαιτιότητα του για το διάστημα της συμμετοχής του στην παράνομη (χωρίς να το ξέρει) απεργία, και επομένως δεν μπορεί να ασκηθεί αξίωσηαποζημίωσης εναντίον του.
- Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, καθώς η επιβολή πειθαρχικής ποινής απαιτεί υπαιτιότητα. Το ίδιο συμβαίνει και για την ποινική δίωξη των απεργών, με βάση την διάταξη του άρθρου 247 του ΠΚ (διακοπή λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας), όπου η συγγνωστή νομική πλάνη των απεργών δεν επιτρέπει την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων[vii]. ΄
- Άλλωστε, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 259 ΠΚ (παράβαση καθήκοντος) από την συμμετοχή σε παράνομη απεργία, απαιτείται επιπροσθέτως η επιδίωξη προσπόρισης παρανόμως ιδιοτελούς οφέλους και η βλάβη του κράτους, χωρίς να αρκεί ο παράνομος χαρακτήρας της απεργίας[viii].
Δεδομένο είναι, ότι αφ’ής στιγμής κηρυχθεί τελεσιδίκως η απεργία παράνομη, ο υπάλληλος που συνεχίζει να συμμετέχει σε παράνομη απεργία δεν τελεί πλέον σε συγγνωστή νομική πλάνη, και ενδέχεται να υποστεί όλες τις προβλεπόμενες κυρώσεις.
Επίσης, όταν η απεργία είναι προδήλως παράνομη, με την έννοια της μη πλήρωσης βασικών τυπικών προϋποθέσεων (π.χ. εντελώς και φανερά αναρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση, έλλειψη προειδοποίησης, όταν υπάρχουν προδήλως παράνομα αιτήματα, που δεν αμφισβητούνται ως παράνομα στην εργατική θεωρία και νομολογία), τότε ενδέχεται το τεκμήριο συγγνωστής πλάνης του υπαλλήλου να ανατραπεί.
Γ. Η ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης
Η συνδικαλιστική οργάνωση συνήθως είναι ο αποδέκτης των συνεπειών μίας παράνομης απεργίας. Αν ειδικά η παρανομία συνίσταται σε έκδηλες παρατυπίες, ενδέχεται οι συνέπειες να είναι βαρύτερες: καλό είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να τηρούν όσο περισσότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις είναι δυνατό, αφήνοντας την κρίση του παρανόμου στην διάγνωση της «καταχρηστικότητας» του αγώνα των απεργών στο δικαστήριο.
Έτσι, θα πρέπει η συνδικαλιστική οργάνωση να είναι η αρμόδια, να τηρήσει την προθεσμία προειδοποίησης (στους ΔΥ 4 μέρες και όχι 24 ώρες), να παρέχει προσωπικό ασφαλείας, να αποφασίσει το αρμόδιο όργανο για την κήρυξη της απεργίας[ix].
- Η συνδικαλιστική οργάνωση μπορεί να ευθύνεται σε αποζημίωσηγια την κήρυξη παράνομης απεργίας. Παρά την ύπαρξη του τεκμηρίου νομιμότητας, γίνεται δεκτό ότι η συνδικαλιστική οργάνωση δεν τελεί σε ίδιας κλίμακας πλάνη με τον εργαζόμενο που συμμετέχει στην απεργία. Η ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης τότε θεμελιώνεται στην διάταξη του 914 ΑΚ, η οποία απαιτεί α) Πράξη, η οποία επιφέρει β) Ζημία[x], γ) Παρανόμως, δ) υπαιτίως και ε) υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της πράξης, που γεννά ευθύνη.
Επειδή συνήθως οι αγωγές απέναντι στις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι καθαρά εκδικητικές, αλλά και επειδή οι τελευταίες ασκούν ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα τους, η πολύ αυστηρή εφαρμογή της αδικοπρακτικής ευθύνης της συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική προστασία του δικαιώματος απεργίας.
Στασιάζεται το ζήτημα, αν η προστασία της συγγνωστής πλάνης καλύπτει και την συνδικαλιστική οργάνωση, και έχουν εκφραστεί και η αρνητική και η θετική άποψη. Σε κάθε περίπτωση, σε ζητήματα του εργατικού δικαίου που δεν έχουν επιλυθεί, θα πρέπει να γίνει δεκτή η συγγνωστή πλάνη και για την συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς αυτή δεν απαρτίζεται από νομικούς και δεν είναι δική της δουλειά η διάγνωση της νομιμότητας των απεργιακών αιτημάτων, αλλά του δικαστή. Ανατροπή του τεκμηρίου συγγνωστής πλάνης θα πρέπει να γίνει δεκτή σε προδήλως παράνομες ή παράτυπες μορφές δράσης της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Όταν η συνδικαλιστική οργάνωση συνεχίζει μία απεργία που κυρήχθη παράνομη τελεσιδίκως, τότε διευκολύνεται πολύ περισσότερο η γέννηση της ευθύνης της, καθώς πλέον έχει ανατραπεί το όποιο κριτήριο συγγνωστής πλάνης της.
Δ. Παράνομη απεργία και προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών
Η ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών παύει, όταν εξακολουθούν να συμμετέχουν σε απεργία που κηρύχθη παράνομη ή καταχρηστική με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (άρθρο 14 παρ. 10 δ,στ του ν. 1264/1982). Επίσης, καθιερώνεται απαγόρευση αναγκαστικής/εκδικητικής μετάθεσης των συνδικαλιστικών στελεχών, χωρίς την συγκατάθεση της συνδικαλιστικής οργάνωσης (άρθρο 14 παρ. 9 ν. 1264/1982).
Κατα τα ανωτέρω, μέχρι να κηρυχθεί η απεργία παράνομη, τα συνδικαλιστικά στελέχη καταλαμβάνοται ως επι το πλείστον από το τεκμήριο συγγνωστής πλάνης για τον παράνομο χαρακτήρα της απεργίας, με τις επισημάνσεις για την ενδεχόμενη ανατροπή του τεκμηρίου δικαστικά λόγω της συνδικαλιστικής τους θέσης. Για αυτό το λόγο, πρέπει η συνδικαλιστική οργάνωση, για να προστατεύσει και τα ίδια τα συνδικαλιστικά στελέχη, να τηρεί τις τυπικές προϋποθέσεις νομιμότητας και να μην υιοθετεί αιτήματα που προδήλως να εκφεύγουν του πλαισίου του νόμου.
(Επιμέλεια: Δ.Π, μέλος της Κίνησης, δικηγόρος, ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου ΑΠΘ)
[i] Δαγγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2012, σελ. 693.
[ii] ΜΠρΑθ 1789/2009, 3032/2013, 3006/2013, 2395/2014
[iii] Οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες δεν επιτρέπεται, πάντως, να εξισωθούν με το σύνολο των παρεχόμενων υπηρεσιών των υπαλλήλων, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην αποδυνάμωση του δικαιώματος απεργίας τους. Άρα, οφείλει να παρέχεται τόσο προσωπικό, όσο είναι απαραίτητο για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών, των οποίων η αναβολή ικανοποίησης δημιουργεί ανεπανόρθωτη βλάβη των χρηστών, Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδοση, σελ. 532, Κουκιάδη, Συλλογικές Εργασιακές σχέσεις, 1981, σελ. 503. Ευνόητο είναι, ότι σε συνθήκες τηλεκπαίδευσης και ημι-παροχής του εκπαιδευτικού έργου εκ των πραγμάτων, η ανάγκη παροχής προσωπικού ασφαλείας σχετικοποιείται ακόμα περισσότερο.
[iv] Καζάκος, Συλλογικό Εργατικό δίκαιο, σελ. 653 επ., ΜονΠρΠειρ 1188/2008, Αρμ 2008 σελ 937.
[v] Καζάκος, ο.π., σελ. 670. Και απόφαση Αρείου Πάγου σχετική ΟλΑΠ 27/2004, όπου αναγνωρίζεται το τεκμήριο νομιμότητας της απεργίας και ΜονΠρΑθ 343/2011, ΜονΠρΘεσς 125/2011.
[vi] Ζερδελής, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2016, σελ. 330. Ευθύνη του απεργού μπορεί να θεμελιωθεί μονάχα σε περιπτώσεις που κατά την διάρκεια της απεργίας, ο υπάλληλος διαπράξει πράξεις που προσβάλλουν δικαιώματα του εργοδότη ή τρίτων (ιδιοκτησία, τιμή, σωματική ακεραιότητα), γεγονός που δεν συνδέεται με την νομιμότητα της απεργίας εν στενεί εννοία. Βλ. Κουκιάδης, ο.π., σελ. 220.
[vii] Καζάκος, ο.π., σελ 681-682.
[viii] Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Β, σελ. 1172.
[ix] Σχετικά με την ανάγκη κήρυξης απεργίας από απόφαση ΓΣ, έχουν διατυπωθεί εντονότατες κριτικές, καθώς οι Δευτεροβάθμιες και Τριτοβάθμιες οργανώσεις, που όπως είπαμε στους ΔΥ είναι αρμόδιες για την κήρυξη της απεργίας, δεν είναι δυνατό να συνεδριάζουν κάθε φορά που επίκειται η κήρυξη μίας απεργίας. Η προϋπόθεση κυρίως έχει τεθεί για πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (σωματεία εργαζομένων). Έχουν εκφραστεί υποστηριχθεί ισχυρές επιφυλάξεις αντισυνταγματικότητας στην εργατική θεωρία, καθώς ουσιαστικά έτσι περιορίζεται και οδηγείται σε αντισυνταγματική εξόντωση το δικαίωμα απεργίας. Η νομολογία των δικαστηρίων μέχρι στιγμής είναι αρνητική σε αυτό το θέμα και δεν αποδέχεται απόφαση του Δ.Σ. Βλ. Και Ζερδελής, ο.π., σελ. 285, Σεβαστίδης, Δικαίωμα στην απεργία: Από τη διεθνή αναγνώριση στη συντονισμένη προσπάθεια στραγγαλισμού , ΕΕργΔ 2015 ,σελ. 112-113.
[x] Ως προς τα ανωτέρω, η ζημία του άλλου μέρους (εδώ, Δημοσίου) θα πρέπει να προκύπτει από πράξη ή παράλειψη των οργάνων της συνδικαλιστικής οργάνωσης, και όχι των μεμονωμένων απεργών. Άλλωστε, καθώς η απεργία αποτελεί εκ των πραγμάτων δικαίωμα πρόκλησης βλάβης, απαιτείται σημαντικής κλίμακας ζημία, ώστε να στοιχειοθετείται ευθύνη προς αποζημίωση, είτε που να είναι ανεπανόρθωτη είτε να πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας.
Αφήστε μια απάντηση